επτάστερος

επτάστερος
-ον
βλ. εφτάστερος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἑπτάστερος — of seven stars masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑπτάστεροι — ἑπτάστερος of seven stars masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… …   Dictionary of Greek

  • εφτάστερος — η, ο και επτάστερος, η, ο (Α ἑπτάστερος, ον) αυτός που αποτελείται από επτά αστέρια νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εφτάστερο λαϊκή ονομασία τών αστερισμών τών Πλειάδων (κν. Πούλια) και τής Μεγάλης Άρκτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφτα * + αστέρι] …   Dictionary of Greek

  • επτά — και εφτά (AM ἑπτά) (απόλ. αριθμ.) 1. ο αριθμός που αποτελείται από έξι συν μία μονάδες, ο μεταξύ τού έξι και τού οκτώ 2. χρησιμοποιείται για να δηλώσει απροσδιόριστο πλήθος, αμέτρητες φορές (α. «στό είπα εφτά φορές» β. «ὁ γὰρ ἑπτά ἀριθμός παρὰ τῇ …   Dictionary of Greek

  • επτάαστρος — ἑπτάαστρος, ὁ, ἡ (Μ) (για τη Μεγάλη Αρκτο) επτάστερος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”